συνδιαρρήγνυμι

συνδιαρρήγνυμι
ΜΑ [διαρρήγνυμι]
διαρρηγνύω, σπάζω, θρυμματίζω κάτι μαζί ή ταυτόχρονα με κάτι άλλο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • συνδιαρρήσσω — Α συνδιαρρήγνυμι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + διαρρήσσω «σχίζω, καταστρέφω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”